μπαλάσκα

μπαλάσκα
η
1) патронташ, патронная сумка; 2) ягдташ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μπαλάσκα" в других словарях:

  • μπαλάσκα — η βλ. παλάσκα …   Dictionary of Greek

  • μπαλάσκα — η (λ. τουρκ.) 1. μικρή δερμάτινη θήκη για φυσίγγια: Έφυγε για κυνήγι αλλά ξέχασε να πάρει τις μπαλάσκες. 2. ο σάκος του κυνηγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρυκόλακας — (18ος αι.). Αρματολός της Ρούμελης που έχει εμπνεύσει πολλά δημοτικά τραγούδια. Ένα από αυτά μας πληροφορεί ότι ο Β. ήταν σύγχρονος του Χρήστου Μηλιώνη και του Βλαχαρμάτα, σε ένα άλλο όμως παρουσιάζεται ως σύγχρονος του Θύμιου Μπαλάσκα. Σύμφωνα… …   Dictionary of Greek

  • παλάσκα — και μπαλάσκα, η 1. στρ. μικρή δερμάτινη θήκη για φυσίγγια 2. δερμάτινος σάκος κυνηγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. palaska < αρχ. γερμ. flasca] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»